λαχανίζω

λαχανίζω
λᾰχᾰν-ίζω,
A to be at grass, of horses, Hippiatr.130:—[voice] Med., gather vegetables, EM558.14.
II Lat. lachanizare, = betizare, i.e. languere, Suet.Aug.87.
III [voice] Pass., become green, Gal.17(1).343.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • λαχανίζω — (Α) [λάχανον] 1. (για ίππο) τρώγω χόρτα, χλόη, βόσκω 2. έχω ατονία, ατονώ 3. μέσ. λαχανίζομαι συλλέγω λάχανα 4. παθ. παίρνω το χρώμα τού λαχάνου, γίνομαι πράσινος …   Dictionary of Greek

  • λαχανίσαι — λαχανίζω to be at grass aor inf act λαχανίσαῑ , λαχανίζω to be at grass aor opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαχανίζειν — λαχανίζω to be at grass pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαχανίζεσθαι — λαχανίζω to be at grass pres inf mp …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λάχανο — Κοινή ονομασία δικοτυλήδονων φυτών του γένους Brassica, της οικογένειας cruciferae. Το γένος αυτό περιλαμβάνει 50 διαφορετικά είδη που απαντούν στην Ευρώπη, στην Ασία και στην Αφρική. Η αυτοφυής μορφή του λ. απαντάται στις άκρες του Ατλαντικού,… …   Dictionary of Greek

  • λαχανιάζω — (Μ λαχανιάζω) ασθμαίνω, αναπνέω με δυσκολία, αγκομαχώ, κοντανασαίνω, ιδίως μετά από τρέξιμο ή ανέβασμα σε ύψωμα ή σε σκάλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναχανιάζω < αναχαίνω «έχω το στόμα μου ανοιχτό», με ανομοίωση ή πιθ. να αποτελεί σημασιολογικά… …   Dictionary of Greek

  • λαχανισμός — λαχανισμός, ὁ (Α) [λαχανίζω] 1. το κόψιμο και μάζεμα λαχάνων («ἐπὶ λαχανισμὸν καὶ φρυγάνων ξυλλογὴν ἐξελθόντες», Θουκ.) 2. (για ίππο) η βρώση χόρτων …   Dictionary of Greek

  • παρελαχάνιζες — παρά λαχανίζω to be at grass imperf ind act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”