λαχανίζω — (Α) [λάχανον] 1. (για ίππο) τρώγω χόρτα, χλόη, βόσκω 2. έχω ατονία, ατονώ 3. μέσ. λαχανίζομαι συλλέγω λάχανα 4. παθ. παίρνω το χρώμα τού λαχάνου, γίνομαι πράσινος … Dictionary of Greek
λαχανίσαι — λαχανίζω to be at grass aor inf act λαχανίσαῑ , λαχανίζω to be at grass aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαχανίζειν — λαχανίζω to be at grass pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαχανίζεσθαι — λαχανίζω to be at grass pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λάχανο — Κοινή ονομασία δικοτυλήδονων φυτών του γένους Brassica, της οικογένειας cruciferae. Το γένος αυτό περιλαμβάνει 50 διαφορετικά είδη που απαντούν στην Ευρώπη, στην Ασία και στην Αφρική. Η αυτοφυής μορφή του λ. απαντάται στις άκρες του Ατλαντικού,… … Dictionary of Greek
λαχανιάζω — (Μ λαχανιάζω) ασθμαίνω, αναπνέω με δυσκολία, αγκομαχώ, κοντανασαίνω, ιδίως μετά από τρέξιμο ή ανέβασμα σε ύψωμα ή σε σκάλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναχανιάζω < αναχαίνω «έχω το στόμα μου ανοιχτό», με ανομοίωση ή πιθ. να αποτελεί σημασιολογικά… … Dictionary of Greek
λαχανισμός — λαχανισμός, ὁ (Α) [λαχανίζω] 1. το κόψιμο και μάζεμα λαχάνων («ἐπὶ λαχανισμὸν καὶ φρυγάνων ξυλλογὴν ἐξελθόντες», Θουκ.) 2. (για ίππο) η βρώση χόρτων … Dictionary of Greek
παρελαχάνιζες — παρά λαχανίζω to be at grass imperf ind act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)